-
1 παράλογος
[паралогос] εκ бессмысленный, нелепый, абсурдный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παράλογος
-
2 нерассудительный
επ., βρ: -лен, -льна, -оπαράλογος•нерассудительный человек παράλογος άνθρωπος.
-
3 алогизм
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > алогизм
-
4 иррациональный
1. мат. ασύμμετρος 2. филос. αντιορθολογιστικός, αλόγοστος, άλογος, παράλογος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > иррациональный
-
5 нелогично
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нелогично
-
6 бессмысленный
бессмысленный 1) παράλο γος ανόητος 2) (бесцельный ) άσκοπος* * *1) παράλογος; ανόητος2) ( бесцельный) άσκοπος -
7 абсурдный
абсурд||ныйприл παράλογος, ἀτοπος, ἀνόητος. -
8 безумец
безу́м||ецм1. ὁ παράφρονας [-ων], ὁ τρελλός;2. (безрассудный человек) ὁ ἄλογος, ὁ παράλογος, ὁ ἀπερίσκεπτος. -
9 бессмысленный
бессмысленн||ыйприл παράλογος, ἀνόητος/ἄσκοπος (бесцельный). -
10 блажной
блаж||но́йприл разг παράλογος, ἀλλόκοτος, ἐκκεντρικός. -
11 бредовой
бред||ово́йприл παράλογος, τοῦ παραληρήματος. -
12 дикий
ди́к||ийприл1. ἄγριος, ἀνήμερος:\дикий голубь τό ἀγριοπερίστερο· \дикий козел ὁ αίγαγρος· \дикийая коза ἡ ἀγριόγιδα, τό ἀγριοκάτσικο· \дикий кабан τό ἀγριογούρουνο· \дикий осел ὁ ἀγριογάϊδαρος· \дикийая утка ἡ ἀγριόπαπια· \дикийие племена οἱ ἄγριες φυλές· \дикийое растение τό ἄγριο φυτό, τό ἀγριοβότανο· \дикий виноград τό ἀγριόκλη-μα· \дикийая яблоня ἡ ἀγριομηλιά·2. (пустынный) ἔρημος, ἄγριος:\дикийая местность ὁ ἀγριότοπος, ὁ ἐρημότοπος· \дикийие скалы τά κατσόβραχα·3. (грубый, необузданный) ἄγριος, ἀτίθασος:\дикийие нравы τά ἄγρια ήθη· 4, (нелепый, несуразный) ἐξωφρενικός, ἀνήκουστος, παράλογος:\дикийая выходка ὁ ἐξωφρενισμός. -
13 нелепый
нелеп||ыйприл ἀνόητος, κουτός / παράλογος (несуразный). -
14 нелогичный
нелоги́чн||ыйприл ἀλογος, παράλογος, ἀστόχαστος. -
15 неразумный
неразумныйприл παράλογος, ἀστόχαστος, ἄλογος, ἀπερίσκεπτος. -
16 нерассудительный
нерассудительныйприл παράλογος, ἀκαταλόγιστος, ἀστόχαστος. -
17 нерациональный
нерациональныйприл παράλογος, ἀντιορθολογιστικός. -
18 несообразный
несообразн||ыйприл ἀσυνάρτητος, ἀνακόλουθος / παράλογος (нелепый). -
19 несуразный
несура́зн||ыйприл разг1. ἀνόητος, παράλογος:\несуразныйый человек ὁ ἀστόχαστος ἄνθρωπος· говорить \несуразныйые вещи λέω παράλογα πράγματα·2. (нескладный, неуклюжий) ἀγαρμπος. -
20 несходный
несхо́д||ныйприл1. (непохожий) ἀνόμοιος, διαφορετικός, διάφορος'2. (о цене) разг ὑπερβολικός, παράλογος.
См. также в других словарях:
παράλογος — beyond calculation masc/fem nom sg παράλογος beyond calculation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράλογος — η, ο, ΝΑ αυτός που λέγεται ή γίνεται αντίθετα με τον ορθό λόγο, έξω από τους κανόνες τής λογικής, άλογος («παράλογες αξιώσεις») 2. αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει όταν και όπως δεν τόν περιμένει κανείς, απροσδόκητος, ανέλπιστος («τὰς αἰφνιδίους καὶ … Dictionary of Greek
παράλογος — η, ο αυτός που δε συμφωνεί με τη λογική, ο άστοχος, ασύνετος, ανόητος, ο μη λογικός: Με το μεθυσμένο υπάρχει συνεννόηση, με τον παράλογο όχι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραλογώτερον — παράλογος beyond calculation masc acc comp sg παράλογος beyond calculation neut nom/voc/acc comp sg παράλογος beyond calculation adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλόγως — παράλογος beyond calculation adverbial παράλογος beyond calculation masc/fem acc pl (doric) παράλογος beyond calculation masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράλογον — παράλογος beyond calculation masc/fem acc sg παράλογος beyond calculation neut nom/voc/acc sg παράλογος beyond calculation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογωτάτων — παράλογος beyond calculation fem gen superl pl παράλογος beyond calculation masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογωτέρων — παράλογος beyond calculation fem gen comp pl παράλογος beyond calculation masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογώτατα — παράλογος beyond calculation adverbial superl παράλογος beyond calculation neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογώτατον — παράλογος beyond calculation masc acc superl sg παράλογος beyond calculation neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλόγοις — παράλογος beyond calculation masc/fem/neut dat pl παράλογος beyond calculation masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)